παντοειδής

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

German (Pape)

[Seite 464] ές, von aller Art, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοειδής: -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
ο κάθε είδους, παντοδαπός, ποικίλος.
επίρρ...
παντοειδώς
με κάθε είδος ή με κάθε μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ειδής].