παραδιδράσκω
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
[Seite 476] (s. διδράσκω), vorbeilaufen, Sp.
παραδῐδράσκω: παρατρέχω, ἐκφεύγω, Ἰω. Φιλόπονος περὶ Κοσμοποιΐας 67. 2.
Μ
εκφεύγω, διαφεύγω, δραπετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διδράσκω «δραπετεύω»].