παρτενέρ

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που χορεύει μαζί με άλλον ή άλλη ως χορευτικό ζευγάρι
2. συμπαίκτης σε τυχερό ή άλλο παιχνίδι για δύο άτομα
3. συμπρωταγωνιστής σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
4. (οικον.) συμβαλλόμενος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partenaire < αγγλ. partner].