πειραστής
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A tempter, Ammon. Diff. p.109 V.
German (Pape)
[Seite 545] ὁ, Versucher, Verführer, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πειραστής: -οῦ, ὁ, (πειράζω) ὁ πειράζων, δοκιμάζων, Βασίλ. ΙΙΙ., 277D· - ἰδίως ὁ διάβολος, σατανᾶς, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ, 369Β, ΙΙΙ, 407Α, Βίος Νείλου Νεωτ. 116C, Ἀμμών. 112, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α πειράζω
1. αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον
2. αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής
3. ο διάβολος, ο σατανάς.