ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: περιίσχω | Medium diacritics: περιίσχω | Low diacritics: περιίσχω | Capitals: ΠΕΡΙΙΣΧΩ |
Transliteration A: periíschō | Transliteration B: periischō | Transliteration C: periischo | Beta Code: perii/sxw |
A v. περιέχω.
περιίσχω: ἴδε περιέχω.
Α
(δ. γρφ.) περιέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἴσχω, άλλος τ. του ἔχω].