περίκλειστος
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
German (Pape)
[Seite 579] umschlossen, Plut.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίκλειστος, -ον, ΝΑ περικλείω
κλειστός από παντού, κλεισμένος ολόγυρα, από όλα τα σημεία, περίφρακτος.