περισσόσαρκος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσόσαρκος Medium diacritics: περισσόσαρκος Low diacritics: περισσόσαρκος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: perissósarkos Transliteration B: perissosarkos Transliteration C: perissosarkos Beta Code: perisso/sarkos

English (LSJ)

ον,

   A over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.

German (Pape)

[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό-σαρκος, μικρό-σαρκος].