περιτιάρα
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
[ᾱρ], ας, ἡ,
A round cap, Tz.H.8.310 :—Dim. περι-άριον, τό, Sch.Tz. in An.Ox.3.358.
Greek (Liddell-Scott)
περιτιάρα: ἡ, περικάλυμμα κεφαλῆς, κυρίως τῶν πολιτῶν, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 310· ― περιτιάριον παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 3. 358, 17.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
περικάλυμμα του κεφαλιού που έφεραν κυρίως πολιτικοί αξιωματούχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιάρα «κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν σε επίσημες περιστάσεις»].