περπατησιά
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
η, Ν
ο χαρακτηριστικός τρόπος που περπατάει κάποιος, το βάδισμά του, ο βηματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περπάτησ-α, αόρ. του περπατώ + κατάλ. -ιά].