Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιπλοκάδα

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

η / περιπλοκάς, -άδος, ΝΜΑ, και περικοκλάδα, η και περιπλοκάδι και περικοκλάδι, το, Ν
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ασκληπιαδίδες και περιλαμβάνει αναρριχητικά πολυετή ποώδη ή θαμνώδη είδη του Παλαιού Κόσμου με φύλλα αντίθετα και με μικρά πρασινωπά άνθη σε κυματώδεις ταξιανθίες
2. (κατ' επέκτ.) γενική ονομασία πολλών περιελισσόμενων και αναρριχητικών φυτών
3. μτφ. εσκεμμένη προβολή προφάσεων, προσχημάτων, υπεκφυγή («άσε τις περιπλοκάδες και μίλα καθαρά»)
αρχ.
το φυτό σμῑλαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλέκω / περιπλοκή + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. παραφυ-άδα). Ο νεοελλ. τ. περικοκλάδα έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση της λ. κλαδί.