πετσώνω

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

πετζώνω, ΝΜ πετσί
επενδύω με δέρμα
νεοελλ.
1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα
2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες
3. δέρνω αλύπητα
4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» — έφαγα πολύ, παραχόρτασα.