πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
πετζώνω, ΝΜ πετσί
επενδύω με δέρμα
νεοελλ.
1. δημιουργώ κρούστα, πιάνω πέτσα
2. ναυτ. επικαλύπτω εξωτερικά το σκάφος με σανίδες ή λαμαρίνες
3. δέρνω αλύπητα
4. φρ. α) «τήν πέτσωσα» ή «είμαι πετσωμένος» — έφαγα πολύ, παραχόρτασα.