πετροχημεία

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source

Greek Monolingual

η, Ν
κλάδος της βιομηχανικής χημείας που περιλαμβάνει το σύνολο τών μεθόδων παραγωγής χημικών προϊόντων από το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. petrochimie < πέτρα + χημεία.