πηδός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδός Medium diacritics: πηδός Low diacritics: πηδός Capitals: ΠΗΔΟΣ
Transliteration A: pēdós Transliteration B: pēdos Transliteration C: pidos Beta Code: phdo/s

English (LSJ)

ὁ, tree whose timber was used for axles, etc., Thphr.HP 5.7.6; perh.

   A = πάδος (q. v.); cf. πήδινος. (Variously accented in codd.)

Greek (Liddell-Scott)

πηδός: ὁ, ἡ, πηδόν, τό, τὸ πλατὺ μέρος τῆς κώπης, καὶ καθόλου κώπη, ὡς τὸ πλάτη, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Ὀδ. Η. 328, Ν. 78. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. πηδά, ὡς τὸ πηδάλια, Ἄρατ. 155. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ πέζα, πούς, ποδός. Ἀλλ’ ὁ Schneider ἐνόμιζεν ὅτι τὸ πηδὸς ἦτο εἶδος ξύλου καὶ ἐδέξατο τὸ πηδὸς εἰς ἄξονας (ἀντὶ πύξος) ἔκ τινος Ἀντιγράφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6· καὶ ἀρχαῖοι κριτικοὶ ἀνεγίνωσκον πήδινος ἀντὶ φήγινος ἐν Ἰλ. Ε. 838, ἴδε Εὐστ. 613. 9, Ἡσύχ. Ἐτυμολ. Μέγ. Ἀλλ’ ἂν τοῦτο τὸ πηδὸς ἦτο ταὐτὸν τῷ πάδος, ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3, καὶ ἂν τοῦτο ἦτο τὸ εἶδος πεύκης τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν Γαλατῶν padus (Πλίν. 3. 10) εἶναι ὅλως ἀβέβαιον.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
arbre, c. φηγός.

Greek Monolingual

και πῆδος και πάδος, ὁ, Α
δέντρο του οποίου χρησιμοποιούσαν τον κορμό για την κατασκευή αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ελάχιστα πιθανή φαίνεται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τα πηδόν και πηδάω.