πλέθρο

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

το / πλέθρον ΝΑ, και βλέθρον και πέλεθρον Α
μονάδα μήκους ισοδύναμη με 29,57 μέτρα σήμερα, η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν ίση με 100 ελληνικούς πόδες ή 10 ακαίνας ή 1/6 του σταδίου
νεοελλ.
μονάδα επιφάνειας ισοδύναμη με 874,38 τετραγωνικά μέτρα
αρχ.
(στη Ρώμη) μονάδα μέτρησης γεωργικών εκτάσεων ίση με διακόσιους σαράντα πόδες ως προς το μήκος και εκατόν είκοσι ως προς το πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -θρον (πρβλ. βέρε-θρον). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. πέλομαι «γυρίζω, περιφέρομαι». Αρχαιότερος θεωρείται ο ομηρ. τ. πέλεθρον από τον οποίο προήλθε ο τ. πλέθρον με συγκοπή του -ε-].