ποδοπάτηση

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να πατάει κάποιος με τα πόδια κάποιον άλλον, να τον κλοτσάει
2. μτφ. ηθική μείωση, ταπείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοπατώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδοπάτησις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].