πόλο

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. είδος παιχνιδιού που παίζεται ανάμεσα σε δύο ομάδες από έφιππους παίκτες με μακριές εύκαμπτες ξύλινες ράβδους, οι οποίοι προσπαθούν να στείλουν μια ξύλινη μπάλα μέσα στην εστία της αντίπαλης ομάδας
2. φρ. «γουότερ πόλο» — η υδατοσφαίριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polo].