πολυθάλμιος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυθάλμιος Medium diacritics: πολυθάλμιος Low diacritics: πολυθάλμιος Capitals: ΠΟΛΥΘΑΛΜΙΟΣ
Transliteration A: polythálmios Transliteration B: polythalmios Transliteration C: polythalmios Beta Code: poluqa/lmios

English (LSJ)

ον,

   A much-nourishing, Orph.H.68.1.

German (Pape)

[Seite 663] viel nährend, Orph. H. 67, 1. Vgl. ζωθάλμιος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠθάλμιος: -ον, ὁ ζωογονῶν τὰ πάντα, Ὀρφ. Ὕμν. 67. 1· πρβλ. ζωθάλμιος, φυτάλμιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ
2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θάλμιος (< θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο-θάλμιος, ζω-θάλμιος].