πολύρραπτος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Full diacritics: πολύρραπτος | Medium diacritics: πολύρραπτος | Low diacritics: πολύρραπτος | Capitals: ΠΟΛΥΡΡΑΠΤΟΣ |
Transliteration A: polýrraptos | Transliteration B: polyrraptos | Transliteration C: polyrraptos | Beta Code: polu/rraptos |
ον,
A much-sewn, well-stitched, φαρέτρη Theoc.25.265.
-ον, Α
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥαπτός (< ῥάπτω)].