πονοκέφαλος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
ο, Ν
1. πόνος στο κεφάλι, αλλ. κεφαλόπονος, η κεφαλαλγία
2. ζήτημα, πρόβλημα που απαιτεί κουραστική διανοητική απασχόληση, υπόθεση που μάς σκοτίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κεφάλι, κατ' αντιστροφή του κεφαλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κεφαλιού (πρβλ. πονό-δοντος)].