ποτάσα

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

η, Ν
χημ.
1. κοινή ονομασία του ανθρακικού καλίου
2. φρ. «καυστική ποτάσα» — το υδροξείδιο του καλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. potassa < γερμ. PottΑsche < Pott «δοχείο» + Αsche «στάχτη»].