ποτάσα

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

η, Ν
χημ.
1. κοινή ονομασία του ανθρακικού καλίου
2. φρ. «καυστική ποτάσα» — το υδροξείδιο του καλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. potassa < γερμ. PottΑsche < Pott «δοχείο» + Αsche «στάχτη»].