πολύσκιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσκῐος Medium diacritics: πολύσκιος Low diacritics: πολύσκιος Capitals: ΠΟΛΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: polýskios Transliteration B: polyskios Transliteration C: polyskios Beta Code: polu/skios

English (LSJ)

ον,

   A very shady, Hp.Aff.60, A.R.4.166, Jo.Gaz.Ecphr.2.289, interpol. in Dsc.1.126.

German (Pape)

[Seite 673] mit vielem Schatten, sehr schattig, Xen. Cyn. 5, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκιος: -ον, λίαν σκιερός, Ἱππ. 530. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 166.

Greek Monolingual

-α, -ο / πολύσκιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ-σκιος].