πολύσκιος

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσκῐος Medium diacritics: πολύσκιος Low diacritics: πολύσκιος Capitals: ΠΟΛΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: polýskios Transliteration B: polyskios Transliteration C: polyskios Beta Code: polu/skios

English (LSJ)

πολύσκιον, very shady, Hp.Aff.60, A.R.4.166, Jo.Gaz.Ecphr.2.289, interpol. in Dsc.1.126.

German (Pape)

[Seite 673] mit vielem Schatten, sehr schattig, Xen. Cyn. 5, 9.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύσκιος -ον [πολύς, σκιά] schaduwrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύσκιος: густо затененный, тенистый (Xen. - v.l. παλίσκιος).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκιος: -ον, λίαν σκιερός, Ἱππ. 530. 11, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 166.

Greek Monolingual

-α, -ο / πολύσκιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύσκιος].