προϊών
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
-ούσα, -όν, Ν
1. αυτός που προχωρεί («προϊόντος του χρόνου» — με την πάροδο του χρόνου)
2. αυτός που αυξάνεται («προϊούσα άνοια»)
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. προϊόν
4. φρ. «προϊούσα γενική παράλυση»
ιατρ. ψύχωση που προκαλείται από εκτεταμένη καταστροφή εγκεφαλικού ιστού και εμφανίζεται σε μερικές περιπτώσεις όψιμης σύφιλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του πρόειμι «προχωρώ»].