προλαλώ

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

προλαλῶ, -έω, ΝΜΑ
λαλώ, μιλώ πρώτος ή προηγουμένως
νεοελλ.
(μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαλήσας, -ασα, -αν
αυτός που μίλησε πριν από κάποιον άλλοσυμφωνώ με τους προλαλήσαντες»)
αρχ.
1. φλυαρώ, αερολογώ
2. αναγγέλλω, δηλώνω προηγουμένως.