προλαλώ
From LSJ
προλαλῶ, -έω, ΝΜΑ
λαλώ, μιλώ πρώτος ή προηγουμένως
νεοελλ.
(μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαλήσας, -ασα, -αν
αυτός που μίλησε πριν από κάποιον άλλο («συμφωνώ με τους προλαλήσαντες»)
αρχ.
1. φλυαρώ, αερολογώ
2. αναγγέλλω, δηλώνω προηγουμένως.