προλαλώ

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source

Greek Monolingual

προλαλῶ, -έω, ΝΜΑ
λαλώ, μιλώ πρώτος ή προηγουμένως
νεοελλ.
(μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαλήσας, -ασα, -αν
αυτός που μίλησε πριν από κάποιον άλλοσυμφωνώ με τους προλαλήσαντες»)
αρχ.
1. φλυαρώ, αερολογώ
2. αναγγέλλω, δηλώνω προηγουμένως.