προσωπογραφία
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
η, Ν
1. (καλ. τεχν.) απεικόνιση της φυσιογνωμίας ενός προσώπου με σχέδιο, ζωγραφική, φωτογραφία, κν. πορτραίτο
2. (κατ' επέκτ.) α) λεπτομερής περιγραφή της ψυχικής φυσιογνωμίας, δηλ. τών αρετών και ελαττωμάτων ενός προσώπου
β) η ικανότητα για μια τέτοια περιγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prosopographie (< πρόσωπο + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκ. Σκούφο].