προώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προώνῠμος Medium diacritics: προώνυμος Low diacritics: προώνυμος Capitals: ΠΡΟΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: proṓnymos Transliteration B: proōnymos Transliteration C: proonymos Beta Code: prow/numos

English (LSJ)

ον,

   A called by a name previously, Nonn.D.17.397.

German (Pape)

[Seite 801] mit Vornamen, Sp., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

προώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων προωνύμιον, Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].