προώνυμος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
προώνυμον, called by a name previously, Nonn. D. 17.397.
German (Pape)
[Seite 801] mit Vornamen, Sp., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
προώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων προωνύμιον, Νόνν. Δ. 17. 397, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 7.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].