πυριατός

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριᾱτός Medium diacritics: πυριατός Low diacritics: πυριατός Capitals: ΠΥΡΙΑΤΟΣ
Transliteration A: pyriatós Transliteration B: pyriatos Transliteration C: pyriatos Beta Code: puriato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 822] durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριᾱτός: -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ χρήσιμος πρὸς πυρίασιν, κέραμος, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυριῶ
1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῡ πρώτου γάλακτος».