πώλευμα
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ατος, τό,
A colt, Max.Tyr.7.8.
German (Pape)
[Seite 827] τό, das gebändigte, abgerichtete, zugerittene junge Pferd od. Thier übh., Max. Tyr. 7, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πώλευμα: τό, πῶλος, νέος ἵππος, μήτε ἀποσβεννύντες τὸν θυμὸν τῶν πωλευμάτων κτλ. Μάξ. Τύρ. 7. 8.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α πωλεύω
πουλάρι δαμασμένο και γυμνασμένο να τρέχει.