ρυπαίνω

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

ῥυπαίνω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι ρυπαρό, βρόμικο, το λερώνω
2. μτφ. προσάπτω όνειδος, κηλιδώνω, σπιλώνω
νεοελλ.
μολύνω («οι βιομηχανίες και τα αυτοκίνητα ρυπαίνουν το περιβάλλον»)
αρχ.
1. ασχημίζω
2. μτφ. μολύνω με μεταδοτική νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].