ρυμοτομία

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η / ῥυμοτομία, ΝΜΑ ῥυμοτομῶ
η διαίρεση μιας πόλης σε ρύμες, σε δρόμους, η χάραξη και διάνοιξη οδών
νεοελλ.
κλάδος της πολεοδομίας που έχει ως αντικείμενο τη διαρρύθμιση του χώρου μέσα στον οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί ένας οικισμός και περιλαμβάνει τη χάραξη οδών και πλατειών, τη δημιουργία πάρκων και άλλων έργων, σύμφωνα με τους επιστημονικούς κανόνες, τις εκάστοτε ισχύουσες αισθητικές αντιλήψεις και, κυρίως, τις πρακτικές ανάγκες που πρόκειται να εξυπηρετηθούν
μσν.
στον πληθ. αἱ ῥιμοτομίαι
οι συνοικίες.