σάγουρον
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
γυργάθιον, Hsch. σαγροῖς· κοπίς, ἢ πέλεκυς, Id. σαγύριον· ἄρτου κλάσμα, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γυργάθιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία συνδέεται με τη λ. σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» και έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. σε -ουρος, τα οποία, όμως, προέρχονται από διάφορους τ., όπως: ὁρώ, ὅρος, οὐρά.