σημάδεμα
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
Greek Monolingual
το, Ν
σημαδεύω
1. το να επισημαίνει κανείς κάτι, η τοποθέτηση διακριτικού σημείου, η επισήμανση
2. σκόπευση
3. σακάτεμα.