Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
και σκίληθρο, το, και σκλήθρα, η, και σκλήθρος και σκλέθρος και σκλέδρος, ο, Ν
κοινή ονομασία του δένδρου Αlnus glutinosa, του γένους άλνος, που απαντά και στην Ελλάδα σε περιοχές με υγρό έδαφος, αλλ. κλήθρα ή μαύρο σκλήθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλῆθρον, με προθετικό σ- (βλ. λ. κλήθρα)].