σκλήθρο

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

και σκίληθρο, το, και σκλήθρα, η, και σκλήθρος και σκλέθρος και σκλέδρος, ο, Ν
κοινή ονομασία του δένδρου Αlnus glutinosa, του γένους άλνος, που απαντά και στην Ελλάδα σε περιοχές με υγρό έδαφος, αλλ. κλήθρα ή μαύρο σκλήθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλῆθρον, με προθετικό σ- (βλ. λ. κλήθρα)].