σκόλυμπρος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
ο, και σκολύμπρι, το, Ν
το φυτό σκόλυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκόλυμος «είδος φυτού»].