Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
και σκοτείδι, το, Ν
1. σκότος, σκοτάδι («μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. αφάνεια, μυστικότητα («να φανερώση το κουρφό απού 'ναι στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, -εος + υποκορ. κατάλ. -(ε)ίδι(ον), πρβλ. ταξ-(ε)ίδι].