σκοτίδι

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

και σκοτείδι, το, Ν
1. σκότος, σκοτάδι («μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. αφάνεια, μυστικότητα («να φανερώση το κουρφό απού 'ναι στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, -εος + υποκορ. κατάλ. -(ε)ίδι(ον), πρβλ. ταξ-(ε)ίδι].