σουλατσάρω
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
και σουλατσέρνω Ν
κάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / -are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε -άρω].