σουλατσάρω

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

Greek Monolingual

και σουλατσέρνω Ν
κάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / -are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε -άρω].