κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
και σουλατσέρνω Νκάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / -are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε -άρω].