σπαθίφυλλο
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια αροΐδες της τάξης αρώδη και περιλαμβάνει 35 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή του Μαλαϊκού Αρχιπελάγους και της τροπικής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + φύλλο (βλ. και λ. σπαθίνακας)].