σπερματοθήκη

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτοθήκη: ἡ, ἀποθήκη σπερμάτων, σιτοβολών, Ψελλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν
νεοελλ.
1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα του αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο υγρό της σπερματοθήκης για μακρά χρονική περίοδο, αλλ. σπερματικός υποδοχέας
2. βοτ. το μέρος του φυτού ή του καρπού του στο οποίο περικλείονται τα σπέρματα
μσν.
σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + θήκη. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatotheca].