πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Ν
1. πετώ σπίθες, σπινθηρίζω
2. αναλάμπω, φέγγω
3. (για κρασί) είμαι αφρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπινθ- της λ. σπινθήρ, με αποβολή του -ν- + κατάλ. -ίζώ].