λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Ν
1. πετώ σπίθες, σπινθηρίζω
2. αναλάμπω, φέγγω
3. (για κρασί) είμαι αφρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπινθ- της λ. σπινθήρ, με αποβολή του -ν- + κατάλ. -ίζώ].