σταλακτίτης
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
και σταλαχτίτης, ο, Ν
γεωλ. επιμήκης μορφή που αποτελείται από διάφορα ορυκτά τα οποία αποτίθενται από διάλυση λόγω αργής σταγονορροής του νερού και κρέμεται από την οροφή ή τις πλευρές σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalactite (< σταλακτός + επίθημα -ίτης, πρβλ. σταλαγμίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].