τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
[Seite 933] = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.
στειπτός: -ή, -όν, ἴδε στιπτός.
ή, όν :
foulé.
Étymologie: στείβω.
-ή, -όν, Α
βλ. στιπτός.