στερεύω
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
και στειρεύω Ν
1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή»)
2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω < στείρος, ενώ ο τ. στερεύω < στειρεύω, με τροπή του /i/ σε /e/ πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].